- ασύμμετρος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δεν έχει συμμετρία· (μαθημ.), «ασύμμετρος αριθμός», αυτός που έχει άπειρα δεκαδικά ψηφία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀσύμμετρος — incommensurable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασύμμετρος — Αυτός που δεν έχει συμμετρία, αυτός που είναι δυσανάλογος προς κάτι ή προς τα μέρη του. Στη γεωλογία, α. πτυχή λέγεται η πτυχή της οποίας το αξονικό επίπεδο δεν είναι κατακόρυφο. Στα μαθηματικά, α. αριθμός είναι ο άρρητος αριθμός. α. μεγέθη. Ας… … Dictionary of Greek
ἀσυμμετρότερον — ἀσύμμετρος incommensurable adverbial comp ἀσύμμετρος incommensurable masc acc comp sg ἀσύμμετρος incommensurable neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξύμμετρον — ἀσύμμετρος incommensurable masc/fem acc sg (attic) ἀσύμμετρος incommensurable neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυμμετρότατον — ἀσύμμετρος incommensurable masc acc superl sg ἀσύμμετρος incommensurable neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυμμέτρως — ἀσύμμετρος incommensurable adverbial ἀσύμμετρος incommensurable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσύμμετρον — ἀσύμμετρος incommensurable masc/fem acc sg ἀσύμμετρος incommensurable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξύμμετροι — ἀσύμμετρος incommensurable masc/fem nom/voc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυμμετρότερα — ἀσύμμετρος incommensurable neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυμμέτροις — ἀσύμμετρος incommensurable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)